eximido - ορισμός. Τι είναι το eximido
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι eximido - ορισμός


eximido      
Sinónimos
adjetivo
1) jubilado: jubilado, retirado
2) absuelto: absuelto, emancipado
Antónimos
adjetivo
eximirse      
Sinónimos
verbo
Antónimos
verbo
Palabras Relacionadas
eximir      
Sinónimos
verbo
2) exceptuar: exceptuar, excluir, reservar, quitar
3) franquear: franquear, jubilar, desobligar, hacer gracia de, dar por quito, hacer gracia
Antónimos
verbo
1) obligar: obligar, someter, compeler, gravar, imponer, comprometer, hacer responsable
Palabras Relacionadas
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για eximido
1. Basso fue eximido en octubre por el CONI y la federaciГіn italiana de ciclismo.
2. Yo nunca tomé el hábito, pero estaba eximido del servicio militar como todos los monjes.
3. En ese contexto, el PSOE se siente eximido del compromiso de reservar puestos a republicanos e IU.
4. La Audiencia de Girona ha eximido a una mujer de contribuir a pagar la pensión de alimentos de la hija de su pareja, un hombre divorciado.
5. Agca, de 48 ańos, fue trasladado a un hospital militar con la esperanza de ser eximido de cumplir ahora el servicio militar LA VANGUARDIA – 13/01/2006 Agencias.
Τι είναι eximido - ορισμός